Μου τη δίνει όταν ο κομμωτής κάνει του κεφαλιού του. Κάποτε αναρωτήθηκα αν αυτός έχει αχρωματοψία ή εγώ μιλάω κινέζικα. Άνοιξε και το χρώμα απ΄ τα λουσίματα κι άρχισαν όλοι να ρωτάνε γιατί τα έκανα τόσο ξανθά. Μέχρι που άκουσα την ατάκα ότι δεν θα παίρνουν τα λεγόμενά μου στα σοβαρά, γιατί τόση μπογιά σίγουρα απορροφήθηκε. Πήγα κι εγώ να "σβήσω" μερικές ανταύγες και να καθαρίσω την ψαλίδα κι έφυγα κουρεμένη 4 δάχτυλα. Και μ' αρέσει που του είπα ότι προετοιμάζομαι για την μεγάλη αλλαγή (κούρεμα κοντό καρέ και αλλαγή χρώματος), αλλά από Σεπτέμβρη, γιατί προς το παρόν απολαμβάνω το μακρύ μαλλί μου, που κόντευε στη μέση. Συγχίζομαι όσο το σκέφτομαι.
ΙΙ
Τον Φεβρουάριο του 2008 πήγα πρώτη φορά σε σπίτι για πληρεξούσιο. Ο κύριος Ξ. είχε αρρωστήσει από την παλιοαρρώστια. Η σύζυγος όταν το έμαθε, τηλεφώνησε στο γραφείο να ετοιμάσουμε 20σέλιδο πληρεξούσιο στα παιδιά τους, γιατί θα έφευγαν για Αμερική. Ο κύριος Ξ. δεν ήξερε ακόμα. Όταν έφτασα, μόλις το είχε μάθει. Το σπίτι ήταν μουντό και σκοτεινό, παρά το γεγονός ότι ήταν ρετιρέ. Τα παιδιά τους, στην ηλικία μου, χαζογελούσαν μάλλον από αμηχανία. Προσπαθούσαν να κάνουν χαβαλέ. Αυτό καθώς και η παρουσία μου, εκνεύρισαν τον κύριο Ξ. Δεν τα 'βαλε μαζί μου, αλλά με το γεγονός ότι του το έκρυψαν και ότι έψαξαν τα βιβλιάριά του για να μου δώσουν νούμερα λογαριασμού. Δεν το είχε αποδεχτεί ακόμη. Μέχρι και τα εισιτήρια για έξω ήταν έτοιμα, εν αγνοία του. Έξι μήνες στον Καναδά και όλα πήγαιναν καλά. Σήμερα, χτύπησε το τηλέφωνο και η κόρη του μας είπε ότι ο κύριος Ξ. έφυγε. Κι είχε μόλις την ηλικία του μπαμπά μου.
ΙΙΙ
Το 'χω ξαναπεί, αλλά είναι εκπληκτικό το πόσο γρήγορα τρέχει το μυαλό, τι συνειρμούς κάνει και πώς καταλήγει σε αναμνήσεις περίεργων συγκυριών.
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια φοιτήτρια που είχε λάπτοπ και σύνδεση στο internet. Ένα μεσημέρι, κάλεσε τρεις φίλες της για φαγητό. Η πρώτη έφτασε από Πειραιά, η δεύτερη από Παγκράτι και η τρίτη από την απέναντι πόρτα. Φάγανε, κουτσομπολέψανε, γελάσανε και ύστερα είπαν να κάνουν τις δηλώσεις μαθημάτων για το εξάμηνο από το λάπτοπ. Το κάνανε κι αυτό κι ύστερα βαρέθηκαν κι άρχισαν να θέλουν να φύγουν. Η του Πειραιά έφυγε γιατί την περίμεναν κι ετοιμαζόταν και η του Παγκρατίου, γιατί είχε διάβασμα. Η οικοδέσποινα έπρεπε να φύγει κι εκείνη, να πάει στο συνεργείο να πάρει το αυτοκίνητο, που αν και καινούριο, του είχε ήδη ζουλίξει την πίσω πόρτα σε μια στροφή, πάνω σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Ζήτησε λοιπόν από τις δύο άλλες να την συνοδέψουν, γιατί βαριόταν να περπατήσει ένα τέταρτο μόνη της. Σκέφτηκε κιόλας να δελεάσει την του Παγκρατίου, πηγαίνοντάς την σπίτι της μετά. Πήγανε λοιπόν οι τρεις φίλες στο συνεργείο (με το λεωφορείο τελικά), παρέλαβαν το αζούλιχτο τουτού και ξεκίνησαν για Παγκράτι. Στο δρόμο, η της διπλανής πόρτας πρότεινε καφέ και άρχισε η αναζήτηση του κατάλληλου μέρους. Η φοιτήτρια - οδηγός προσπέρασε το σπίτι στο Παγκράτι και συνέχισε ευθεία. Έπεσε η πρόταση για Γλυφάδα, αλλά η οδηγός ήταν άβαφτη, φορούσε φόρμα, αθλητικά και ένα φουλάρι, που ακόμα το έχει. Την πείσανε, μιας και υπήρχε επιτέλους αυτοκίνητο στην παρέα, πως έπρεπε να το εκμεταλλευτούν και να πάνε για πρώτη φορά και κάπου μακρυά από το κέντρο, για καφέ. Όπερ και εγένετο. Βρήκαν να παρκάρουν σχεδόν έξω από την καφετέρια και μπήκαν μέσα. Καθίσανε στην τζαμαρία, μπροστά στον δρόμο, για να προσέχουν το καινούριο αυτοκίνητο. Με το που έκατσαν, άδειασε μια θέση ακριβώς μπροστά στην τζαμαρία και επιστρατεύτηκε όλη η παρέα για την μετακίνηση του αυτοκινήτου. Όταν η οδηγός ηρέμισε, άρχισε να αισθάνεται ένα βλέμμα να την καρφώνει. Κοίταξε πίσω δεξιά και είδε. "Αυτός ο τύπος με κοιτάζει συνέχεια" εξομολογήθηκε στις φίλες της και άλλαξε θέση, λίγο γιατί ήθελε κι εκείνη να κοιτάζει, λίγο γιατί την ενοχλούσε το βλέμμα του. Οι τρεις φίλες γελούσαν, με το ραβασάκι που έλαβε εκείνη της απέναντι πόρτας από τον σερβιτόρο, αλλα η οδηγός δεν μπορούσε να αποφύγει να κοιτάζει το διπλανό τραπέζι. Εκείνον με τον μυταρά φίλο του και μια πολύ βαριά ατμόσφαιρα. Εκείνος σιωπηλός, θλιμμένος, με κατεβασμένο το κεφάλι, να προσπαθεί κάπου - κάπου να εξηγήσει, ο φίλος του συμβουλάτορας και η φοιτήτρια να προσπαθεί να στήσει αυτί (πάντα της άρεσε να το κάνει εξάλλου). Βράδιασε, η μουσική δυνάμωσε, το διπλανό τραπέζι άδειασε και η φοιτήτρια έχασε το ενδιαφέρον της και ήθελε να φύγει.
Σχεδόν δύο χρόνια μετά, η πτυχιούχος πια κι εκείνος, βρέθηκαν τυχαία σε μια καφετέρια, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια παρέα. Εκείνη, χωρίς να ξέρει το γιατί, αισθάνθηκε την καρδιά να πεταρίζει στην πρώτη ματιά. Εκείνος, αναγνώρισε το χαμόγελό της και τη ρώτησε αν δύο χρόνια πριν, κάθονταν στα διπλανά τραπέζια, μιας καφετέριας στη Γλυφάδα.
Του πεπρωμένου φυγείν αδύνατο ?
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχεις διαβάσει τον -επίπεδο κόσμο-?
του Καλόγερου όχι του Φρίντμαν.
Όχι αλλά ξέρω το άλλο που λέει: Το πετρωμένον φαγείν αδύνατον :ΡΡ
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλοι έχουνε γραμμένο, που το λένε πεπρωμένο και κανένας δεν μπορεί να τ' αποφύγει.
Τι να πω...κι αγώ απορώ καμιά φορά...