Εκεί που τα 'πινα το βραδάκι, σηκώνομαι να περάσει μέσα, κάποιος απ' την παρέα. Όπως περίμενα όρθια να βολευτούν, πριν επιστρέψω στη θέση μου, νιώθω ένα τσίμπημα στη μέση.
"Ποιος βλάκας είναι;" σκέφτηκα.
Γυρίζω και βλέπω μια άγνωστη κοπέλα.
"Να σου πω;" μου λεει και το μάτι γυαλίζει (όχι το δικό μου).
"Πες μου".
"Σε κοιτάζω τόση ώρα κι είναι απίστευτο το πόσο μοιάζεις στην αδερφή μου. Τα πάντα όμως! Μέχρι και τα δάχτυλά σου! Όλα!" και το βλέμα πέφτει στο καλυμένο απόψε μπούστο μου. "Έτσι μου 'ρχεται να σε πάρω στην αγκαλιά μου και ν' αρχίσω να σε φιλάω!"
"Πω ρε φίλε βραδιάτικα! Η τύπισσα περνάει τα καλοκαίρια της - και όχι μόνο- στην Ερεσσό" (σκέψη annana).
Το μάτι δεν είχε σταματήσει να γυαλίζει και είχε το χαμόγελο της Crest ή της Colgate - δε θυμάμαι. Κι εκεί πρόσεξα τα μπροστινά της δόντια, που το ένα ήταν καβαλημένο στο άλλο. Μου θύμισαν τα δικά μου μπροστινά δόντια μέχρι τα 15, πριν βάλω σιδεράκια.
"Δε ζει εδώ η αδερφή μου. Μένει στην επαρχία κι είναι παντρεμένη με παιδιά. Δεν έρχεται συχνά. Και σ' έβλεπα εκεί να πίνεις, να μιλάς, να γελάς και σκεφτόμουν πώς θα ήταν, αν ήταν η αδερφούλα μου εδώ. Τα μάτια σας είναι ίδια, μόνο που τα δικά της είναι καστανά. Ακόμα και οι μαύροι κύκλοι. Από τότε που γεννήθηκε τους έχει."
"Κι εγώ..."
Άρχισα να παρατηρώ τα χαρακτηριστικά της. Τα δικά της μάτια ήταν καστανοπράσινα, σαν τα δικά μου και το σχήμα ίδιο. Στις βλεφαρίδες την έτρωγα. Είχε κι αυτή κύκλους. Μικρούς. Έλεγε αλήθεια τελικά. Αν έμοιαζα μ' εκείνη, ίσως η αδερφή της να είναι η σωσίας μου.
Δεν ξέρω αν έχετε προσέξει ότι μερικοί άνθρωποι μοιάζουν εκπληκτικά μεταξύ τους. Όχι σαν χαρακτήρες. Εμφανισιακά. Ακόμα και στις κινήσεις και τις εκφράσεις του προσώπου. Επειδή τυχαίνει να ξέρω κάποιους, πάντα ήθελα να τους φέρω σε επαφή, να δω αν θα το έβλεπαν από μόνοι τους, το πόσο όμοιοι είναι.
Ενδιαφέρον δεν θα 'χε, να γνωρίζαμε τους σωσίες μας;