Ο πιγκουΐνος, που άκουγε στο όνομα Σβιν, δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του. Ήταν αναγκασμένος να μένει διαρκώς μέσα στη φωλιά του και να εξαρτάται από τη φιλοπιγκουϊνία των άλλων της ομάδας του για να ζήσει. Καθώς, μετά από μερικά βήματα στο χιόνι και τον πάγο, τα ποδαράκια του άρχιζαν να καίνε και να τον πονάνε, παρέμενε μέσα στη φωλιά, τυλιγμένος με μια καρώ κουβέρτα, και κάθε μέρα κάποιο από τα μέλη της ομάδας του έφερνε τροφή.
Ένοιωθε μεγάλη μοναξιά ο Σβιν, μια και δεν μπορούσε να συμμετέχει στις διάφορες δραστηριότητες της ομάδας: στο γλίστρημα στον πάγο, στον χιονοπόλεμο, στο ψάρεμα μέσα από τρύπες, στα αθλητικά δρώμενα, στις θεατρικές βραδιές. Ακόμα και το καλοκαίρι, η περιοχή στην οποία ζούσε παρέμενε καλυμένη από χιόνι και πάγο. Παράδεισος για όλους τους άλλους πιγκουΐνους, κόλαση για τον Σβιν. Κάποια στιγμή που σκέφτηκε το ενδεχόμενο της μετανάστευσης, το απέρριψε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ως γνωστόν οι πιγκουΐνοι δεν πετάνε και το να διασχίσει την παγωμένη στέπα πεζός ήταν αδιανόητο.
Έτσι κυλούσε η ζωή του Σβιν, μέσα στη μοναξιά και την απογοήτευση. Μόνη του παρηγοριά να χαζεύει στην πιγκουΐνοτηλεόραση ταξειδιωτικά ντοκυμαντέρ, που έδειχναν τόπους μαγικούς, μέρη που τα έλουζε ο ήλιος και που το χιόνι και ο πάγος ήταν άγνωστα καιρικά φαινόμενα. Και λαχταρούσε όσο τίποτα στον κόσμο να μπορούσε να ζήσει εκεί. Όμως κάτι τέτοιο ήταν πιο απίθανο και από το ενδεχόμενο η Σιβηρία να γίνει τροπικό δάσος.
... και ο Σβιν δεν πίστευε στα μάτια του! Το ένοιωσε πριν το δει: τα φτεράκια του πουπούλιασαν και τα ποδαράκια του ένοιωσαν ζεστά και χωρίς την καρώ κουβέρτα. Οι οσφρητικοί του πόροι (τι γράφω η γυναίκα νυχτιάτικα....) γέμισαν από μυρωδιές πρωτόγνωρες και θαυμαστές. Μύριζαν αυτά που θα έπρεπε να είναι λουλούδια (τα είχε δει στα ντοκυματέρ, ντε!) και ο ήλιος, ένας λαμπερός και ζεστός ήλιος, έλυωνε τα κρυσταλλάκια στα τζάμια των παραθύρων της φωλιάς του Σβιν.
Πέταξε την κουβέρτα από πάνω του και βγήκε από τη φωλιά. Βρέθηκε μπροστά σε ένα θέαμα απίστευτο: αιωνόβια δέντρα, φυτά σπάνια, λουλούδια με υπέροχα χρώματα και άγνωστα ονόματα και ήλιος, ήλιος, ήλιος!!!
Οι υπόλοιποι της ομάδας ήταν ανάστατοι. Τι κακό ήταν αυτό που τους είχε βρει; Πού ήταν το χιόνι; Ο πάγος; Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως τελείωσαν γι αυτούς οριστικά οι γλίστρες στην παγωμένη στέπα. Και τι θα γινόταν με το διαγωνισμό κατασκευής χιονοπιγκουΐνου, που είχαν προγραμματίσει για την επόμενη εβδομάδα; θα τον ακύρωναν; Και όλες αυτές οι συμμετοχές θα πήγαιναν χαμένες;
(Κόρες οδηγάτε την φάρα του Σβιν σε αφανισμό. Και ο ίδιος ο Σβιν σε λίγο θα λιμοκτονεί, θα έχει φαγούρα και κάψες Οι ντόπιοι καλοφαγάδες θα δώσουν τέλος στις αγωνίες των πιγκουΐνων.)
Ο Σβιν ξύπνησε ιδρωμένος. Οι μέρες του στην τροπική Σιβηρία είχαν γίνει εφιαλτικές. Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε πώς ήταν να ιδρώνει και να στάζει ο ιδρώτας από την κορυφή μέχρι τα νύχια του. Τα βράδια δεν μπρούσε να κοιμηθεί και στριφογυρνούσε σαν κοντοσούβλι. Ένα βράδυ μάλιστα, ζεστάθηκε τόσο πολύ, που έβγαλε το μαύρο φράκο του και νιώθοντας έτσι πιο δροσερός, αποφάσισε να μην το ξαναφορέσει. Οι υπόλοιποι πιγκουίνοι έτρεχαν πανικόβλητοι πάνω - κάτω, συζητώντας πώς θα ξαναπαγώσει η Σιβηρία. Το ευαίσθητο δέρμα τους, είχε κοκκινίσει τόσο πολύ από τον ήλιο, που σκέφτηκαν να φορέσουν φτερά στο κεφάλι, να τους το αερίζουν, κουνώντας τα, το αεράκι. Ένα βράδυ, ο Σβιν, γνωστός πλέον και ως "ο λευκός πιγκουίνος", πήρε την απόφαση να συγκεντρώσει και τους υπόλοιπους, για να συμφωνήσουν για τη μοίρα του τόπου τους. Άναψε φωτιά, τους έβαλε να καθίσουν γύρω της οκλαδόν και άναψε την πίπα.
«Ρε, μαλάκα, Σβιν, δεν μας φτάνει τόση ζέστη, άναψες και φωτιά; Άντε σβήστη γρήγορα, μην πω καμιά βαριά κουβέντα, που την είδες Ινδιάνος», είπε ο Μπιν, ο ζοχάδας πιγκουΐνος. Η φωτιά σβήστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, η πίπα κρύφτηκε και το συμβούλιο της φυλής άρχισε.
Ακούστηκαν γνώμες πολλές καθώς, όπως έχει πει και ο Επιθεωρητής Κάλλαχαν, «οι γνώμες είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, ο καθένας έχει από μία», άλλη μια ζεστή μέρα πλησίαζε στο τέλος της και συμπέρασμα δεν είχε βγει κανένα. Τότε το λόγο ζήτησε ο Γκιν, ένας ξεπουπουλιασμένος γερο-πιγκουΐνος, ο πρεσβύτερος της φυλής.
«Κυρίες, κύριοι και αγαπητά μου παιδιά», άρχισε την ομιλία του, «βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση εξαιτίας του Σβιν. Ενθυμείστε όλοι πόσο υπέφερε όταν είχαμε τον καλό μας τον καιρό και πόσο επιθυμούσε αυτόν τον παλιόκαιρο. Επομένως ένα συμπέρασμα βγαίνει: για όλα φταίει ο Σβιν! Είτε έκανε κάποια μάγια και βουντού, είτε έταξε τάμα μεγάλο στον πιγκουϊνοθεό κι εκείνος του έκανε το χατήρι. Και νάμαστε τώρα εδώ, ολόκληρη φυλή, να αργολειώνουμε κάτω από τον ανελέητο ήλιο. Προτείνω να ζητήσουμε τη βοήθεια του μάγου Γκρουχ, του γνωστού σε όλη τη Σιβηρία, για να μας βρει μια λύση στο διαρκώς επιδεινούμενο πρόβλημά μας. Θα πρέπει να κάνουμε ότι ο σοφός Γκρουχ υποδείξει, ακόμα και πιγκουϊνοθυσία».
Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης ο Σβιν ξεροκατάπιε, καθώς όλα τα μάτια των μελών της φυλής καρφώθηκαν πάνω του. Ζήτησε το λόγο και….
... την άδειά τους, να πάει προς νερού του, γιατί με τόση ζέστη έπινε πολλά υγρά τελευταία. Σηκώθηκε χωρίς να περιμένει την απάντησή τους και έφυγε τρέχοντας προς τα θεόρατα δέντρα. Έπρεπε να το σκάσει. Έπρεπε να κρυφτεί. Έπρεπε να σκεφτεί και να καταστρώσει το σχέδιό του, κρυφά από τους άλλους, όπως τότε. Και μόνο αυτός ήξερε πώς είχε επιτευχθεί η μεγάλη αλλαγή στη Σιβηρία.
Ο πιγκουΐνος, που άκουγε στο όνομα Σβιν, δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του. Ήταν αναγκασμένος να μένει διαρκώς μέσα στη φωλιά του και να εξαρτάται από τη φιλοπιγκουϊνία των άλλων της ομάδας του για να ζήσει. Καθώς, μετά από μερικά βήματα στο χιόνι και τον πάγο, τα ποδαράκια του άρχιζαν να καίνε και να τον πονάνε, παρέμενε μέσα στη φωλιά, τυλιγμένος με μια καρώ κουβέρτα, και κάθε μέρα κάποιο από τα μέλη της ομάδας του έφερνε τροφή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνοιωθε μεγάλη μοναξιά ο Σβιν, μια και δεν μπορούσε να συμμετέχει στις διάφορες δραστηριότητες της ομάδας: στο γλίστρημα στον πάγο, στον χιονοπόλεμο, στο ψάρεμα μέσα από τρύπες, στα αθλητικά δρώμενα, στις θεατρικές βραδιές. Ακόμα και το καλοκαίρι, η περιοχή στην οποία ζούσε παρέμενε καλυμένη από χιόνι και πάγο. Παράδεισος για όλους τους άλλους πιγκουΐνους, κόλαση για τον Σβιν. Κάποια στιγμή που σκέφτηκε το ενδεχόμενο της μετανάστευσης, το απέρριψε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ως γνωστόν οι πιγκουΐνοι δεν πετάνε και το να διασχίσει την παγωμένη στέπα πεζός ήταν αδιανόητο.
Έτσι κυλούσε η ζωή του Σβιν, μέσα στη μοναξιά και την απογοήτευση. Μόνη του παρηγοριά να χαζεύει στην πιγκουΐνοτηλεόραση ταξειδιωτικά ντοκυμαντέρ, που έδειχναν τόπους μαγικούς, μέρη που τα έλουζε ο ήλιος και που το χιόνι και ο πάγος ήταν άγνωστα καιρικά φαινόμενα. Και λαχταρούσε όσο τίποτα στον κόσμο να μπορούσε να ζήσει εκεί. Όμως κάτι τέτοιο ήταν πιο απίθανο και από το ενδεχόμενο η Σιβηρία να γίνει τροπικό δάσος.
Ώσπου, μια μέρα...
(συνεχίζει ο επόμενος)
κλαπ κλαπ κλαπ!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατενθουσιάστηκα!!! Τα θερμά μου συγχαρητήρια! :))
...η Σιβηρία έγινε τροπικό δάσος! Ήταν απίστευτο το πώς συνέβη...
ΑπάντησηΔιαγραφή(συνεχίζει ο επόμενος :Ρ)
(Ουστ, Αννανά!)
ΑπάντησηΔιαγραφή... και ο Σβιν δεν πίστευε στα μάτια του! Το ένοιωσε πριν το δει: τα φτεράκια του πουπούλιασαν και τα ποδαράκια του ένοιωσαν ζεστά και χωρίς την καρώ κουβέρτα. Οι οσφρητικοί του πόροι (τι γράφω η γυναίκα νυχτιάτικα....) γέμισαν από μυρωδιές πρωτόγνωρες και θαυμαστές. Μύριζαν αυτά που θα έπρεπε να είναι λουλούδια (τα είχε δει στα ντοκυματέρ, ντε!) και ο ήλιος, ένας λαμπερός και ζεστός ήλιος, έλυωνε τα κρυσταλλάκια στα τζάμια των παραθύρων της φωλιάς του Σβιν.
Πέταξε την κουβέρτα από πάνω του και βγήκε από τη φωλιά. Βρέθηκε μπροστά σε ένα θέαμα απίστευτο: αιωνόβια δέντρα, φυτά σπάνια, λουλούδια με υπέροχα χρώματα και άγνωστα ονόματα και ήλιος, ήλιος, ήλιος!!!
Οι υπόλοιποι της ομάδας ήταν ανάστατοι. Τι κακό ήταν αυτό που τους είχε βρει; Πού ήταν το χιόνι; Ο πάγος; Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως τελείωσαν γι αυτούς οριστικά οι γλίστρες στην παγωμένη στέπα. Και τι θα γινόταν με το διαγωνισμό κατασκευής χιονοπιγκουΐνου, που είχαν προγραμματίσει για την επόμενη εβδομάδα; θα τον ακύρωναν; Και όλες αυτές οι συμμετοχές θα πήγαιναν χαμένες;
Ο Σβιν ...
(συνεχίζει ο επόμενος)
ο Σβιν ξύπνησε ιδρωμένος.
ΑπάντησηΔιαγραφή(Κόρες οδηγάτε την φάρα του Σβιν σε αφανισμό.
Και ο ίδιος ο Σβιν σε λίγο θα λιμοκτονεί, θα έχει φαγούρα και κάψες
Οι ντόπιοι καλοφαγάδες θα δώσουν τέλος στις αγωνίες των πιγκουΐνων.)
lepidoptero δεν οδηγεί σε κάποιο blog το nick σου. Καλώς ήρθες στην παρέα μας :)
ΑπάντησηΔιαγραφήSAVE THE PINGUINS!!!
Lepidoptero
ΑπάντησηΔιαγραφήυπο ανέγερση παιγνιώδης τόπος για ...frikiomumula
frikiomumula λέγοντας;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟντότητες σε ταυτόχρονη ύπαρξη παράλληλων κόσμων 4ων 5 & 6 διαστάσεων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε υπερδιαστατικές αξίες και….. ιδιοτροπίες
Ο Σβιν ξύπνησε ιδρωμένος. Οι μέρες του στην τροπική Σιβηρία είχαν γίνει εφιαλτικές. Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε πώς ήταν να ιδρώνει και να στάζει ο ιδρώτας από την κορυφή μέχρι τα νύχια του. Τα βράδια δεν μπρούσε να κοιμηθεί και στριφογυρνούσε σαν κοντοσούβλι. Ένα βράδυ μάλιστα, ζεστάθηκε τόσο πολύ, που έβγαλε το μαύρο φράκο του και νιώθοντας έτσι πιο δροσερός, αποφάσισε να μην το ξαναφορέσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι υπόλοιποι πιγκουίνοι έτρεχαν πανικόβλητοι πάνω - κάτω, συζητώντας πώς θα ξαναπαγώσει η Σιβηρία. Το ευαίσθητο δέρμα τους, είχε κοκκινίσει τόσο πολύ από τον ήλιο, που σκέφτηκαν να φορέσουν φτερά στο κεφάλι, να τους το αερίζουν, κουνώντας τα, το αεράκι.
Ένα βράδυ, ο Σβιν, γνωστός πλέον και ως "ο λευκός πιγκουίνος", πήρε την απόφαση να συγκεντρώσει και τους υπόλοιπους, για να συμφωνήσουν για τη μοίρα του τόπου τους. Άναψε φωτιά, τους έβαλε να καθίσουν γύρω της οκλαδόν και άναψε την πίπα.
(Συνεχίζει ο επόμενος)
«Ρε, μαλάκα, Σβιν, δεν μας φτάνει τόση ζέστη, άναψες και φωτιά; Άντε σβήστη γρήγορα, μην πω καμιά βαριά κουβέντα, που την είδες Ινδιάνος», είπε ο Μπιν, ο ζοχάδας πιγκουΐνος. Η φωτιά σβήστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, η πίπα κρύφτηκε και το συμβούλιο της φυλής άρχισε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκούστηκαν γνώμες πολλές καθώς, όπως έχει πει και ο Επιθεωρητής Κάλλαχαν, «οι γνώμες είναι σαν τις κωλοτρυπίδες, ο καθένας έχει από μία», άλλη μια ζεστή μέρα πλησίαζε στο τέλος της και συμπέρασμα δεν είχε βγει κανένα. Τότε το λόγο ζήτησε ο Γκιν, ένας ξεπουπουλιασμένος γερο-πιγκουΐνος, ο πρεσβύτερος της φυλής.
«Κυρίες, κύριοι και αγαπητά μου παιδιά», άρχισε την ομιλία του, «βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση εξαιτίας του Σβιν. Ενθυμείστε όλοι πόσο υπέφερε όταν είχαμε τον καλό μας τον καιρό και πόσο επιθυμούσε αυτόν τον παλιόκαιρο. Επομένως ένα συμπέρασμα βγαίνει: για όλα φταίει ο Σβιν! Είτε έκανε κάποια μάγια και βουντού, είτε έταξε τάμα μεγάλο στον πιγκουϊνοθεό κι εκείνος του έκανε το χατήρι. Και νάμαστε τώρα εδώ, ολόκληρη φυλή, να αργολειώνουμε κάτω από τον ανελέητο ήλιο. Προτείνω να ζητήσουμε τη βοήθεια του μάγου Γκρουχ, του γνωστού σε όλη τη Σιβηρία, για να μας βρει μια λύση στο διαρκώς επιδεινούμενο πρόβλημά μας. Θα πρέπει να κάνουμε ότι ο σοφός Γκρουχ υποδείξει, ακόμα και πιγκουϊνοθυσία».
Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης ο Σβιν ξεροκατάπιε, καθώς όλα τα μάτια των μελών της φυλής καρφώθηκαν πάνω του. Ζήτησε το λόγο και….
(Συνεχίζει ο επόμενος)
... την άδειά τους, να πάει προς νερού του, γιατί με τόση ζέστη έπινε πολλά υγρά τελευταία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣηκώθηκε χωρίς να περιμένει την απάντησή τους και έφυγε τρέχοντας προς τα θεόρατα δέντρα. Έπρεπε να το σκάσει. Έπρεπε να κρυφτεί. Έπρεπε να σκεφτεί και να καταστρώσει το σχέδιό του, κρυφά από τους άλλους, όπως τότε. Και μόνο αυτός ήξερε πώς είχε επιτευχθεί η μεγάλη αλλαγή στη Σιβηρία.
(Συνεχίζει ο επόμενος)