Ένστικτο = η διαίσθηση, η ικανότητα να αναγνωρίζει κανείς κάτι που δεν είναι εμφανές σε όλους, που δεν γίνεται αμέσως αντιληπτό.
Σελ 615 Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Μπαμπινιώτης
Εντάξει, έχω το κληρονομικό χάρισμα. Το 'χω επιβεβαιώσει πλείστες φορές τον τελευταίο χρόνο, που το ένστικτό μου έχει οργιάσει.
Αλλά τόσο πολύ ρε παιδάκι μου;; Μέχρι κι εμένα, με εκπλήσσω!
Τελικά ή ψυχολογώ - παρατηρώ τόσο πολύ καλά τους ανθρώπους ή πρέπει να αρχίσω να αμοίβομαι γι' αυτό.
Παρακαλώ όποιος ενδιαφέρεται για ραντεβού, να αναμείνει στη σειρά του.
Λέτε και τον καφέ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΡίχνετε και τα ταρώ;
Διαβάζετε και τα σπλάχνα ζώων;
Ξεματιάζετε και με λάδι;
Επισκευάζετε και ρολλά;
Κυρίως τα ρολλά. Όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω και συμφέρω :Ρ
ΑπάντησηΔιαγραφή