Έψαχνα τι να φορέσω κι είδα εκείνο το φουστάνι που πήρα πέρσι. Δεν θυμάμαι αν το ξαναφόρεσα από εκείνο το απόγευμα. Βιαζόμουν, όπως τότε, οπότε το έβαλα και κατέβηκα. Θα ντυνόμουν χαλαρά, με τα μακριά μου σκουλαρίκια, τα βραχιόλια μου και το βαθύ ντεκολτέ - που η θέση μου πια, δεν μου επιτρέπει να φοράω καθημερινά. Ο εαυτός μου. Σ' όλο το δρόμο κουβαλούσα τις φορεμένες του ώρες. Ήταν απ' τις φορές που ενέδωσα στο πεπρωμένο μου.
Ο Π. έλεγε πάντα, ότι το πετρωμένο φαγείν αδύνατον - αλλά εκείνος ποτέ δεν πίστεψε στην έννοια του πεπρωμένου. "Μόνοι μας τη φτιάχνουμε τη μοίρα μας", έλεγε κι εγώ του έφερνα πάντα το παράδειγμα του Ιούδα, σαν επιχείρημα αντίκρουσης. Όλα είναι γραμμένα κι όσο κι αν προσπαθούμε, δεν θα ξεφύγουμε, που να χτυπάμε τον απαυτό μας κάτω. Κι αν ξεφύγεις, για πόσο νομίζεις θα 'ναι;
Όμορφες ώρες, με δόσεις αμηχανίας, λίγου άγχους - με τον χρόνο να πιέζει, ηρεμίας, λύτρωσης κι ύστερα ένα χαστούκι για να με επαναφέρει ξανά στην πραγματικότητα. Μα c' est la vie που λένε και οι Γάλλοι. (Το μάθατε ότι η Ελλάδα είναι στους 3 πρώτους προορισμούς διακοπών φέτος για τους Γάλλους;).
"Μην πας από 'κει γιατί θα χαθείς. Κάνε αναστροφή". Δεν υπάρχει όμως πιο πεισματάρικο πλάσμα από έναν ταύρο με ωροσκόπο λέοντα. Και χάθηκα, χαμένη παράλληλα στην τριακοσιοστή τεσσαρακοστή δεύτερη και μισό σκέψη της τελευταίας ώρας. Πάρκαρα κι έπιασα το κινητό. Κανένας εύκαιρος για ένα ποτό ανάγκης. Επιστροφή στο σπίτι.
Οι τοίχοι έλιωναν απ' τη ζέστη και δεν μπορούσαν να στηρίξουν το βάρος μου. Λύγισα. Το φόρεμα μύριζε αυτό που οι φίλοι μου ονομάζουν "μυρωδιά του άλλου" κι εγώ "μυρωδιά του σεξ". Ένα μιξ ανθρωπίνων υγρών ανέδυε κάθε ίνα του ρούχου και κάθε πόρος του κορμιού μου.
Το κρύο μπάνιο με συνέφερε, αλλά το φόρεμα δεν έβγαλε στο πλύσιμο τις ποτισμένες αναμνήσεις.